σωματοφυώς

σωματοφυώς
Α
επίρρ. βλ. σωματοφυής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σωματοφυῶς — σωματοφυής corporeal adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοφυής — ές, Α αυτός που έχει σωματική φύση, υλική υπόσταση. επίρρ... σωματοφυῶς Α σύμφωνα με τη φύση τού σώματος («οὔτε τρεῑς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ ἑαυτάς, ὥσπερ σωματοφυῶς ἐπ ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”